- ξουθόπτερος
- ξουθόπτερος, ον,A with nimble (or perh. humming) wings,
μέλισσα (ι) E.HF487
, Fr.467.4, Lyr.Alex.Adesp.7.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλισσα (ι) E.HF487
, Fr.467.4, Lyr.Alex.Adesp.7.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξουθόπτερος — ξουθόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + πτερος (< πτερόν)] … Dictionary of Greek
ξουθόπτερος — with nimble masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθοπτέρου — ξουθόπτερος with nimble masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθόπτεροι — ξουθόπτερος with nimble masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek